Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σχεδόν
σχέθον
σχεῖν
σχέσθαι
σχέτλιος
σχέτο
σχήσω
σχίζα
σχίζω
σχοίατο
σχοῖνος
σώεσκον
σώζω
σῶκος
σῶμα
σώοντες
τάθη
ταλαεργός
τάλαντον
ταλαπείριος
ταλαπενθής
View word page
σχοῖνος

-ου, ὁ.

ShortDef

a rush, reed; an Egyptian land measure

Debugging

Headword:
σχοῖνος
Headword (normalized):
σχοῖνος
Headword (normalized/stripped):
σχοινος
IDX:
8704
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8705
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}