Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σχεδόθεν
σχεδόν
σχέθον
σχεῖν
σχέσθαι
σχέτλιος
σχέτο
σχήσω
σχίζα
σχίζω
σχοίατο
σχοῖνος
σώεσκον
σώζω
σῶκος
σῶμα
σώοντες
τάθη
ταλαεργός
τάλαντον
ταλαπείριος
View word page
σχοίατο

3 pl. aor. opt. mid. ἔχω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σχοίατο
Headword (normalized):
σχοίατο
Headword (normalized/stripped):
σχοιατο
IDX:
8703
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8704
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. opt. mid. ἔχω.</p>'}