Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σχέδιος
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέθον
σχεῖν
σχέσθαι
σχέτλιος
σχέτο
σχήσω
σχίζα
σχίζω
σχοίατο
σχοῖνος
σώεσκον
σώζω
σῶκος
σῶμα
σώοντες
τάθη
ταλαεργός
τάλαντον
View word page
σχίζω
[σχίζα.]
3 sing. aor. ἔσχισε. (δια-)
ShortDef
to split, cleave
Debugging
Headword:
σχίζω
Headword (normalized):
σχίζω
Headword (normalized/stripped):
σχιζω
IDX:
8702
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8703
Key:
Data
{'content': '<p>[σχίζα.]</p> <p>3 sing. aor. ἔσχισε. (δια-)</p>'}