Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σχεδία
σχέδιος
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέθον
σχεῖν
σχέσθαι
σχέτλιος
σχέτο
σχήσω
σχίζα
σχίζω
σχοίατο
σχοῖνος
σώεσκον
σώζω
σῶκος
σῶμα
σώοντες
τάθη
ταλαεργός
View word page
σχίζα

-ης, ἡ.

ShortDef

a piece of wood cleft off, a lath, splinter

Debugging

Headword:
σχίζα
Headword (normalized):
σχίζα
Headword (normalized/stripped):
σχιζα
IDX:
8701
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8702
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}