Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σφός
σφῦρα
σφυρόν
σφωέ
σφῶϊ
σφωίτερος
σχεδία
σχέδιος
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέθον
σχεῖν
σχέσθαι
σχέτλιος
σχέτο
σχήσω
σχίζα
σχίζω
σχοίατο
σχοῖνος
σώεσκον
View word page
σχέθον
aor. ἔχω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σχέθον
Headword (normalized):
σχέθον
Headword (normalized/stripped):
σχεθον
IDX:
8695
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8696
Key:
Data
{'content': '<p>aor. ἔχω.</p>'}