Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σφήξ
σφοδρῶς
σφονδύλιος
σφός
σφῦρα
σφυρόν
σφωέ
σφῶϊ
σφωίτερος
σχεδία
σχέδιος
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέθον
σχεῖν
σχέσθαι
σχέτλιος
σχέτο
σχήσω
σχίζα
σχίζω
View word page
σχέδιος

[σχεδόν.]

ShortDef

hand to hand, in close combat; on the spur of the moment

Debugging

Headword:
σχέδιος
Headword (normalized):
σχέδιος
Headword (normalized/stripped):
σχεδιος
IDX:
8692
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8693
Key:

Data

{'content': '<p>[σχεδόν.]</p>'}