Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σφαραγέομαι
σφεῖς
σφεδανός
σφέλας
σφενδόνη
σφέτερος
σφηκόω
σφῆλε
σφήξ
σφοδρῶς
σφονδύλιος
σφός
σφῦρα
σφυρόν
σφωέ
σφῶϊ
σφωίτερος
σχεδία
σχέδιος
σχεδόθεν
σχεδόν
View word page
σφονδύλιος
-ου, ὁ.
ShortDef
a vertebra
Debugging
Headword:
σφονδύλιος
Headword (normalized):
σφονδύλιος
Headword (normalized/stripped):
σφονδυλιος
IDX:
8684
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8685
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}