Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σύντρεις
συντρέχω
συνώμεθα
σῦριγξ
συρρήγνυμι
σῦς
σύτο
συφειός
συφεόνδε
συφεός
συφορβός
σφάζω
σφαῖρα
σφαιρηδόν
σφάλλω
σφαραγέομαι
σφεῖς
σφεδανός
σφέλας
σφενδόνη
σφέτερος
View word page
συφορβός

-οῦ, ὁ

[σῦς + φέρβω, to feed.]

Also ὑφορβός.

ShortDef

a swineherd

Debugging

Headword:
συφορβός
Headword (normalized):
συφορβός
Headword (normalized/stripped):
συφορβος
IDX:
8669
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8670
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[σῦς + φέρβω, to feed.]</p> <p>Also ὑφορβός.</p>'}