Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συντίθημι
σύντρεις
συντρέχω
συνώμεθα
σῦριγξ
συρρήγνυμι
σῦς
σύτο
συφειός
συφεόνδε
συφεός
συφορβός
σφάζω
σφαῖρα
σφαιρηδόν
σφάλλω
σφαραγέομαι
σφεῖς
σφεδανός
σφέλας
σφενδόνη
View word page
συφεός

-οῦ, ὁ

[σῦς. Cf. συφειός.]

= συφειός Od. 10.238, Od. 14.13, 73.

ShortDef

a hog-sty

Debugging

Headword:
συφεός
Headword (normalized):
συφεός
Headword (normalized/stripped):
συφεος
IDX:
8668
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8669
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[σῦς. Cf. συφειός.]</p> <p>= συφειός Od. 10.238, Od. 14.13, 73.</p>'}