Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
συνοχωκότε
συντίθημι
σύντρεις
συντρέχω
συνώμεθα
σῦριγξ
συρρήγνυμι
σῦς
σύτο
συφειός
συφεόνδε
συφεός
συφορβός
σφάζω
σφαῖρα
σφαιρηδόν
σφάλλω
σφαραγέομαι
σφεῖς
σφεδανός
σφέλας
View word page
συφεόνδε
[acc. of συφεός. + -δε 1.]
To the sty : ἔρχεο νῦν συφεόνδε Od. 10.320.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συφεόνδε
Headword (normalized):
συφεόνδε
Headword (normalized/stripped):
συφεονδε
IDX:
8667
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8668
Key:
Data
{'content': '<p>[acc. of συφεός. + -δε 1.]</p> <p>To the sty : ἔρχεο νῦν συφεόνδε Od. 10.320.</p>'}