Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
συνοχή
συνοχωκότε
συντίθημι
σύντρεις
συντρέχω
συνώμεθα
σῦριγξ
συρρήγνυμι
σῦς
σύτο
συφειός
συφεόνδε
συφεός
συφορβός
σφάζω
σφαῖρα
σφαιρηδόν
σφάλλω
σφαραγέομαι
σφεῖς
σφεδανός
View word page
συφειός
-οῦ, ὁ
[σῦς. Cf. συφεός.]
ShortDef
sty
Debugging
Headword:
συφειός
Headword (normalized):
συφειός
Headword (normalized/stripped):
συφειος
IDX:
8666
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8667
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[σῦς. Cf. συφεός.]</p>'}