Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σύνθετο
συνθέω
συνίημι
συνίστημι
συνίτην
συνοισόμεθα
συνορίνω
συνοχή
συνοχωκότε
συντίθημι
σύντρεις
συντρέχω
συνώμεθα
σῦριγξ
συρρήγνυμι
σῦς
σύτο
συφειός
συφεόνδε
συφεός
συφορβός
View word page
σύντρεις
[συν- 3.]
Three together, three at a time : σύντρεις αἰνύμενος [ὄϊας] Od. 9.429.
ShortDef
three together, by threes
Debugging
Headword:
σύντρεις
Headword (normalized):
σύντρεις
Headword (normalized/stripped):
συντρεις
IDX:
8659
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8660
Key:
Data
{'content': '<p>[συν- 3.]</p> <p>Three together, three at a time : σύντρεις αἰνύμενος [ὄϊας] Od. 9.429.</p>'}