Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνέσει
ἀνεσπάσατο
ἀνέσσυτο
ἀνέστη
ἀνέστησε
ἀνέστιος
ἀνέσχε
ἀνέσχεθε
ἀνέτειλε
ἀνέτλη
ἀνετράπετο
ἄνευ
ἄνευθε
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφελος
ἀνέχω
ἀνεψιός
ἀνέψυχθεν
ἄνεῳ
ἀνέῳξε
ἀνήγαγον
View word page
ἀνετράπετο

3 sing. aor. mid. ἀνατρέπω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνετράπετο
Headword (normalized):
ἀνετράπετο
Headword (normalized/stripped):
ανετραπετο
IDX:
865
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.866
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. mid. ἀνατρέπω.</p>'}