Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συνθεσίη
σύνθετο
συνθέω
συνίημι
συνίστημι
συνίτην
συνοισόμεθα
συνορίνω
συνοχή
συνοχωκότε
συντίθημι
σύντρεις
συντρέχω
συνώμεθα
σῦριγξ
συρρήγνυμι
σῦς
σύτο
συφειός
συφεόνδε
συφεός
View word page
συντίθημι

[συν- 3.]

3 sing. aor. mid. σύνθετο Il. 6.44 : Od. 1.328, Od. 20.92.

Imp. σύνθεο Il. 1.76, Il. 7.334 : Od. 15.27, 318, Od. 16.259, Od. 17.153, Od. 18.129, Od. 19.268, Od. 24.265.

Pl. σύνθεσθε Il. 19.84.

In mid., to put together in one's mind; hence

ShortDef

to put together

Debugging

Headword:
συντίθημι
Headword (normalized):
συντίθημι
Headword (normalized/stripped):
συντιθημι
IDX:
8658
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8659
Key:

Data

{'content': "<p>[συν- 3.]</p> <p>3 sing. aor. mid. σύνθετο Il. 6.44 : Od. 1.328, Od. 20.92.</p> <p>Imp. σύνθεο Il. 1.76, Il. 7.334 : Od. 15.27, 318, Od. 16.259, Od. 17.153, Od. 18.129, Od. 19.268, Od. 24.265.</p> <p>Pl. σύνθεσθε Il. 19.84.</p> <p>In mid., to put together in one's mind; hence</p>"}