Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σύνθεο
συνθεσίη
σύνθετο
συνθέω
συνίημι
συνίστημι
συνίτην
συνοισόμεθα
συνορίνω
συνοχή
συνοχωκότε
συντίθημι
σύντρεις
συντρέχω
συνώμεθα
σῦριγξ
συρρήγνυμι
σῦς
σύτο
συφειός
συφεόνδε
View word page
συνοχωκότε

nom. dual masc. pf. pple. συνέχω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνοχωκότε
Headword (normalized):
συνοχωκότε
Headword (normalized/stripped):
συνοχωκοτε
IDX:
8657
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8658
Key:

Data

{'content': '<p>nom. dual masc. pf. pple. συνέχω.</p>'}