Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
συνήορος
σύνθεο
συνθεσίη
σύνθετο
συνθέω
συνίημι
συνίστημι
συνίτην
συνοισόμεθα
συνορίνω
συνοχή
συνοχωκότε
συντίθημι
σύντρεις
συντρέχω
συνώμεθα
σῦριγξ
συρρήγνυμι
σῦς
σύτο
συφειός
View word page
συνοχή
-ῆς, ἡ
[συνέχω.]
ShortDef
a being held together
Debugging
Headword:
συνοχή
Headword (normalized):
συνοχή
Headword (normalized/stripped):
συνοχη
IDX:
8656
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8657
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[συνέχω.]</p>'}