Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συνέπηξε
συνέργω
συνέριθος
συνέρρηκται
σύνεσις
συνεσταότος
συνέχευε
συνεχής
συνέχω
συνημοσύνη
συνήορος
σύνθεο
συνθεσίη
σύνθετο
συνθέω
συνίημι
συνίστημι
συνίτην
συνοισόμεθα
συνορίνω
συνοχή
View word page
συνήορος

[συναείρω. Cf. παρήορος, τετράοροι.]

ShortDef

linked with, accompanying; spouse

Debugging

Headword:
συνήορος
Headword (normalized):
συνήορος
Headword (normalized/stripped):
συνηορος
IDX:
8646
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8647
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[συναείρω. Cf. παρήορος, τετράοροι.]</p>'}