συνέχω
ξυνέχω
[συν- 2.]
Nom. dual masc. pf. pple. συνοχωκότε Il. 2.218.
Intrans., to hold or join together, join, meet: τώ οἱ ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε (stooping together) Il. 2.218, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες σύνεχον Il. 4.133= Od. 3.415. Cf. Od. 3.478.