Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σύνελε
συνεοχμός
συνέπηξε
συνέργω
συνέριθος
συνέρρηκται
σύνεσις
συνεσταότος
συνέχευε
συνεχής
συνέχω
συνημοσύνη
συνήορος
σύνθεο
συνθεσίη
σύνθετο
συνθέω
συνίημι
συνίστημι
συνίτην
συνοισόμεθα
View word page
συνέχω

ξυνέχω

[συν- 2.]

Nom. dual masc. pf. pple. συνοχωκότε Il. 2.218.

Intrans., to hold or join together, join, meet: τώ οἱ ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε (stooping together) Il. 2.218, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες σύνεχον Il. 4.133= Od. 3.415. Cf. Od. 3.478.

ShortDef

to hold or keep together, secure; mid. to be afflicted

Debugging

Headword:
συνέχω
Headword (normalized):
συνέχω
Headword (normalized/stripped):
συνεχω
IDX:
8644
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8645
Key:

Data

{'content': '<p>ξυνέχω</p> <p>[συν- 2.]</p> <p>Nom. dual masc. pf. pple. συνοχωκότε Il. 2.218.</p> <p>Intrans., to hold or join together, join, meet: τώ οἱ ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε (stooping together) Il. 2.218, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες σύνεχον Il. 4.133= Od. 3.415. Cf. Od. 3.478.</p>'}