Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σύνειμι1
σύνειμι2
συνελαύνω
σύνελε
συνεοχμός
συνέπηξε
συνέργω
συνέριθος
συνέρρηκται
σύνεσις
συνεσταότος
συνέχευε
συνεχής
συνέχω
συνημοσύνη
συνήορος
σύνθεο
συνθεσίη
σύνθετο
συνθέω
συνίημι
View word page
συνεσταότος
genit. sing. masc. pf. pple. συνίστημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συνεσταότος
Headword (normalized):
συνεσταότος
Headword (normalized/stripped):
συνεσταοτος
IDX:
8641
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8642
Key:
Data
{'content': '<p>genit. sing. masc. pf. pple. συνίστημι.</p>'}