Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συνέδραμον
συνεείκοσι
σύνειμι1
σύνειμι2
συνελαύνω
σύνελε
συνεοχμός
συνέπηξε
συνέργω
συνέριθος
συνέρρηκται
σύνεσις
συνεσταότος
συνέχευε
συνεχής
συνέχω
συνημοσύνη
συνήορος
σύνθεο
συνθεσίη
σύνθετο
View word page
συνέρρηκται

3 sing. pf. pass. συρρήγνυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνέρρηκται
Headword (normalized):
συνέρρηκται
Headword (normalized/stripped):
συνερρηκται
IDX:
8639
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8640
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. pf. pass. συρρήγνυμι.</p>'}