Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνερωτάω
ἄνεσαν
ἀνέσει
ἀνεσπάσατο
ἀνέσσυτο
ἀνέστη
ἀνέστησε
ἀνέστιος
ἀνέσχε
ἀνέσχεθε
ἀνέτειλε
ἀνέτλη
ἀνετράπετο
ἄνευ
ἄνευθε
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφελος
ἀνέχω
ἀνεψιός
ἀνέψυχθεν
ἄνεῳ
View word page
ἀνέτειλε
3 sing. aor. ἀνατλάω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνέτειλε
Headword (normalized):
ἀνέτειλε
Headword (normalized/stripped):
ανετειλε
IDX:
863
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.864
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἀνατλάω.</p>'}