Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συνδέω
συνέαξε
συνέδραμον
συνεείκοσι
σύνειμι1
σύνειμι2
συνελαύνω
σύνελε
συνεοχμός
συνέπηξε
συνέργω
συνέριθος
συνέρρηκται
σύνεσις
συνεσταότος
συνέχευε
συνεχής
συνέχω
συνημοσύνη
συνήορος
σύνθεο
View word page
συνέργω

[συν- 2 + ἔρδω.]

3 pl. aor. συνεέργαθον Il. 14.36.

ShortDef

to shut up

Debugging

Headword:
συνέργω
Headword (normalized):
συνέργω
Headword (normalized/stripped):
συνεργω
IDX:
8637
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8638
Key:

Data

{'content': '<p>[συν- 2 + ἔρδω.]</p> <p>3 pl. aor. συνεέργαθον Il. 14.36.</p>'}