Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
συνάντομαι
συνδέω
συνέαξε
συνέδραμον
συνεείκοσι
σύνειμι1
σύνειμι2
συνελαύνω
σύνελε
συνεοχμός
συνέπηξε
συνέργω
συνέριθος
συνέρρηκται
σύνεσις
συνεσταότος
συνέχευε
συνεχής
συνέχω
συνημοσύνη
συνήορος
View word page
συνέπηξε
3 sing. aor. συμπήγνυμι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συνέπηξε
Headword (normalized):
συνέπηξε
Headword (normalized/stripped):
συνεπηξε
IDX:
8636
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8637
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. συμπήγνυμι.</p>'}