Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συναντάω
συνάντομαι
συνδέω
συνέαξε
συνέδραμον
συνεείκοσι
σύνειμι1
σύνειμι2
συνελαύνω
σύνελε
συνεοχμός
συνέπηξε
συνέργω
συνέριθος
συνέρρηκται
σύνεσις
συνεσταότος
συνέχευε
συνεχής
συνέχω
συνημοσύνη
View word page
συνεοχμός

-οῦ, ὁ

[app. fr. συνέχω.]

ShortDef

a joining, joint

Debugging

Headword:
συνεοχμός
Headword (normalized):
συνεοχμός
Headword (normalized/stripped):
συνεοχμος
IDX:
8635
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8636
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[app. fr. συνέχω.]</p>'}