Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συναιρέω
συναντάω
συνάντομαι
συνδέω
συνέαξε
συνέδραμον
συνεείκοσι
σύνειμι1
σύνειμι2
συνελαύνω
σύνελε
συνεοχμός
συνέπηξε
συνέργω
συνέριθος
συνέρρηκται
σύνεσις
συνεσταότος
συνέχευε
συνεχής
συνέχω
View word page
σύνελε

3 sing. aor. συναιρέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύνελε
Headword (normalized):
σύνελε
Headword (normalized/stripped):
συνελε
IDX:
8634
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8635
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. συναιρέω.</p>'}