Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συναίνυμαι
συναιρέω
συναντάω
συνάντομαι
συνδέω
συνέαξε
συνέδραμον
συνεείκοσι
σύνειμι1
σύνειμι2
συνελαύνω
σύνελε
συνεοχμός
συνέπηξε
συνέργω
συνέριθος
συνέρρηκται
σύνεσις
συνεσταότος
συνέχευε
συνεχής
View word page
συνελαύνω

ξυνελαύνω

[συν- 2, συν- 3.]

2 sing. pres. ξυνελαύνεις Il. 21.394.

Infin. ξυνελαυνέμεν Il. 22.129.

1 pl. aor. συνελάσσαμεν Il. 11.677.

1 pl. subj. ξυνελάσσομεν Od. 18.39.

Infin. ξυνελάσσαι Od. 3.134.

ShortDef

to drive together

Debugging

Headword:
συνελαύνω
Headword (normalized):
συνελαύνω
Headword (normalized/stripped):
συνελαυνω
IDX:
8633
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8634
Key:

Data

{'content': '<p>ξυνελαύνω</p> <p>[συν- 2, συν- 3.]</p> <p>2 sing. pres. ξυνελαύνεις Il. 21.394.</p> <p>Infin. ξυνελαυνέμεν Il. 22.129.</p> <p>1 pl. aor. συνελάσσαμεν Il. 11.677.</p> <p>1 pl. subj. ξυνελάσσομεν Od. 18.39.</p> <p>Infin. ξυνελάσσαι Od. 3.134.</p>'}