Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συναείρω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναντάω
συνάντομαι
συνδέω
συνέαξε
συνέδραμον
συνεείκοσι
σύνειμι1
σύνειμι2
συνελαύνω
σύνελε
συνεοχμός
συνέπηξε
συνέργω
συνέριθος
συνέρρηκται
σύνεσις
συνεσταότος
συνέχευε
View word page
σύνειμι2

ξύνειμι

[συν- 2 + εἶμι.]

Pple. ξυνιών, -όντος Il. 4.446, Il. 8.60, Od. 3.66, Il. 21.390.

3 dual impf. συνίτην Il. 7.120, Il. 16.476, Od. 3.159, Il. 23.814.

3 pl. ξύνισαν Il. 14.393.

In dual and pl., to come together as foes, advance upon one another: ἐς μέσον συνίτην μεμαῶτε μάχεσθαι Il. 7.120= Od. 3.159, Il. 23.814. Cf. Il. 4.446= Il. 8.60, Il. 14.393, Il. 16.476, Od. 3.66, Il. 21.390.

ShortDef

be with (incl. be wife of, study with)
come together

Debugging

Headword:
σύνειμι2
Headword (normalized):
σύνειμι
Headword (normalized/stripped):
συνειμι2
IDX:
8632
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8633
Key:

Data

{'content': '<p>ξύνειμι</p> <p>[συν- 2 + εἶμι.]</p> <p>Pple. ξυνιών, -όντος Il. 4.446, Il. 8.60, Od. 3.66, Il. 21.390.</p> <p>3 dual impf. συνίτην Il. 7.120, Il. 16.476, Od. 3.159, Il. 23.814.</p> <p>3 pl. ξύνισαν Il. 14.393.</p> <p>In dual and pl., to come together as foes, advance upon one another: ἐς μέσον συνίτην μεμαῶτε μάχεσθαι Il. 7.120= Od. 3.159, Il. 23.814. Cf. Il. 4.446= Il. 8.60, Il. 14.393, Il. 16.476, Od. 3.66, Il. 21.390.</p>'}