Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
συνάγω
συναείρω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναντάω
συνάντομαι
συνδέω
συνέαξε
συνέδραμον
συνεείκοσι
σύνειμι1
σύνειμι2
συνελαύνω
σύνελε
συνεοχμός
συνέπηξε
συνέργω
συνέριθος
συνέρρηκται
σύνεσις
συνεσταότος
View word page
σύνειμι1
[συν- 1 + εἰμί.]
ShortDef
be with (incl. be wife of, study with)
come together
Debugging
Headword:
σύνειμι1
Headword (normalized):
σύνειμι
Headword (normalized/stripped):
συνειμι1
IDX:
8631
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8632
Key:
Data
{'content': '<p>[συν- 1 + εἰμί.]</p>'}