Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συναγείρω
συνάγνυμι
συνάγω
συναείρω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναντάω
συνάντομαι
συνδέω
συνέαξε
συνέδραμον
συνεείκοσι
σύνειμι1
σύνειμι2
συνελαύνω
σύνελε
συνεοχμός
συνέπηξε
συνέργω
συνέριθος
συνέρρηκται
View word page
συνέδραμον

3 pl. aor. συντρέχω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνέδραμον
Headword (normalized):
συνέδραμον
Headword (normalized/stripped):
συνεδραμον
IDX:
8629
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8630
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. συντρέχω.</p>'}