Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
συμφερτός
συμφέρω
συμφράδμων
συμφράζομαι
σύν
συναγείρω
συνάγνυμι
συνάγω
συναείρω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναντάω
συνάντομαι
συνδέω
συνέαξε
συνέδραμον
συνεείκοσι
σύνειμι1
σύνειμι2
συνελαύνω
σύνελε
View word page
συναιρέω
[συν- 3.]
3 sing. aor. σύνελε Il. 16.740.
Pple. συνελών Od. 20.95.
ShortDef
to grasp
Debugging
Headword:
συναιρέω
Headword (normalized):
συναιρέω
Headword (normalized/stripped):
συναιρεω
IDX:
8624
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8625
Key:
Data
{'content': '<p>[συν- 3.]</p> <p>3 sing. aor. σύνελε Il. 16.740.</p> <p>Pple. συνελών Od. 20.95.</p>'}