Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
συμπήγνυμι
συμπλαταγέω
συμφερτός
συμφέρω
συμφράδμων
συμφράζομαι
σύν
συναγείρω
συνάγνυμι
συνάγω
συναείρω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναντάω
συνάντομαι
συνδέω
συνέαξε
συνέδραμον
συνεείκοσι
σύνειμι1
σύνειμι2
View word page
συναείρω
[συν- 2. See ἀείρω I.5.]
3 sing. aor. subj. mid. συναείρεται.
ShortDef
to raise up together
Debugging
Headword:
συναείρω
Headword (normalized):
συναείρω
Headword (normalized/stripped):
συναειρω
IDX:
8622
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8623
Key:
Data
{'content': '<p>[συν- 2. See ἀείρω I.5.]</p> <p>3 sing. aor. subj. mid. συναείρεται.</p>'}