Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
σύμπας
συμπήγνυμι
συμπλαταγέω
συμφερτός
συμφέρω
συμφράδμων
συμφράζομαι
σύν
συναγείρω
συνάγνυμι
συνάγω
συναείρω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναντάω
συνάντομαι
συνδέω
συνέαξε
συνέδραμον
συνεείκοσι
σύνειμι1
View word page
συνάγω
ξυνάγω
[συν- 3.]
ShortDef
to bring together, gather together, collect, convene
Debugging
Headword:
συνάγω
Headword (normalized):
συνάγω
Headword (normalized/stripped):
συναγω
IDX:
8621
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8622
Key:
Data
{'content': '<p>ξυνάγω</p> <p>[συν- 3.]</p>'}