συνάγνυμι
ξυνάγνυμι
[συν- 4.]
3 sing. aor. συνέαξε Il. 11.114. ξυνέαξε Il. 13.166.
3 pl. ξυνέαξαν Od. 14.383.
To break in pieces, shiver : χώσατʼ ἔγχεος ὃ ξυνέαξεν Il. 13.166.
To damage severely or shatter (a ship) Od. 14.383.
To tear in pieces, rend : ὡς λέων ἐλάφοιο τέκνα συνέαξεν Il. 11.114.