Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συμμίσγω
σύμπας
συμπήγνυμι
συμπλαταγέω
συμφερτός
συμφέρω
συμφράδμων
συμφράζομαι
σύν
συναγείρω
συνάγνυμι
συνάγω
συναείρω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναντάω
συνάντομαι
συνδέω
συνέαξε
συνέδραμον
συνεείκοσι
View word page
συνάγνυμι

ξυνάγνυμι

[συν- 4.]

3 sing. aor. συνέαξε Il. 11.114. ξυνέαξε Il. 13.166.

3 pl. ξυνέαξαν Od. 14.383.

To break in pieces, shiver : χώσατʼ ἔγχεος ὃ ξυνέαξεν Il. 13.166.

To damage severely or shatter (a ship) Od. 14.383.

To tear in pieces, rend : ὡς λέων ἐλάφοιο τέκνα συνέαξεν Il. 11.114.

ShortDef

to break together, break to pieces, shiver, shatter

Debugging

Headword:
συνάγνυμι
Headword (normalized):
συνάγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συναγνυμι
IDX:
8620
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8621
Key:

Data

{'content': '<p>ξυνάγνυμι</p> <p>[συν- 4.]</p> <p>3 sing. aor. συνέαξε Il. 11.114. ξυνέαξε Il. 13.166.</p> <p>3 pl. ξυνέαξαν Od. 14.383.</p> <p>To break in pieces, shiver : χώσατʼ ἔγχεος ὃ ξυνέαξεν Il. 13.166.</p> <p>To damage severely or shatter (a ship) Od. 14.383.</p> <p>To tear in pieces, rend : ὡς λέων ἐλάφοιο τέκνα συνέαξεν Il. 11.114.</p>'}