Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συμμητιάω
συμμίσγω
σύμπας
συμπήγνυμι
συμπλαταγέω
συμφερτός
συμφέρω
συμφράδμων
συμφράζομαι
σύν
συναγείρω
συνάγνυμι
συνάγω
συναείρω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναντάω
συνάντομαι
συνδέω
συνέαξε
συνέδραμον
View word page
συναγείρω

ξυναγείρω

[συν- 3.]

Aor. ξυνάγειρα Od. 3.21.

3 sing. aor. mid. ξυναγείρατο Od. 14.323, Od. 19.293.

Nom. pl. masc. aor. pple. συναγρόμενοι Il. 11.687.

ShortDef

to gather together, assemble

Debugging

Headword:
συναγείρω
Headword (normalized):
συναγείρω
Headword (normalized/stripped):
συναγειρω
IDX:
8619
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8620
Key:

Data

{'content': '<p>ξυναγείρω</p> <p>[συν- 3.]</p> <p>Aor. ξυνάγειρα Od. 3.21.</p> <p>3 sing. aor. mid. ξυναγείρατο Od. 14.323, Od. 19.293.</p> <p>Nom. pl. masc. aor. pple. συναγρόμενοι Il. 11.687.</p>'}