Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνέρριψαν
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἄνεσαν
ἀνέσει
ἀνεσπάσατο
ἀνέσσυτο
ἀνέστη
ἀνέστησε
ἀνέστιος
ἀνέσχε
ἀνέσχεθε
ἀνέτειλε
ἀνέτλη
ἀνετράπετο
ἄνευ
ἄνευθε
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφελος
ἀνέχω
ἀνεψιός
View word page
ἀνέσχε
3 sing. aor. ἀνέχω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνέσχε
Headword (normalized):
ἀνέσχε
Headword (normalized/stripped):
ανεσχε
IDX:
861
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.862
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἀνέχω.</p>'}