Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συμβάλλω
συμμάρπτω
συμμητιάω
συμμίσγω
σύμπας
συμπήγνυμι
συμπλαταγέω
συμφερτός
συμφέρω
συμφράδμων
συμφράζομαι
σύν
συναγείρω
συνάγνυμι
συνάγω
συναείρω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναντάω
συνάντομαι
συνδέω
View word page
συμφράζομαι

[συμ-, συν- 1.]

Fut. mid. συμφράσσομαι Il. 9.374.

3 sing. aor. συμφράσσατο Il. 1.537, 540 : Od. 4.462, Od. 15.202.

In mid.

ShortDef

to join in considering, to take counsel with

Debugging

Headword:
συμφράζομαι
Headword (normalized):
συμφράζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμφραζομαι
IDX:
8617
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8618
Key:

Data

{'content': '<p>[συμ-, συν- 1.]</p> <p>Fut. mid. συμφράσσομαι Il. 9.374.</p> <p>3 sing. aor. συμφράσσατο Il. 1.537, 540 : Od. 4.462, Od. 15.202.</p> <p>In mid.</p>'}