Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συλλέγω
συμβάλλω
συμμάρπτω
συμμητιάω
συμμίσγω
σύμπας
συμπήγνυμι
συμπλαταγέω
συμφερτός
συμφέρω
συμφράδμων
συμφράζομαι
σύν
συναγείρω
συνάγνυμι
συνάγω
συναείρω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναντάω
συνάντομαι
View word page
συμφράδμων

-ονος, ὁ

[συμφράζω.]

ShortDef

one who joins in considering, a counsellor

Debugging

Headword:
συμφράδμων
Headword (normalized):
συμφράδμων
Headword (normalized/stripped):
συμφραδμων
IDX:
8616
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8617
Key:

Data

{'content': '<p>-ονος, ὁ</p> <p>[συμφράζω.]</p>'}