συμφέρω
[συμ-, συν- 2.]
1 pl. fut. mid. συνοισόμεθα Il. 8.400.
In mid., to come together (in fight) : συμφερόμεσθα μάχῃ (joined battle) Il. 11.736.
Sim. : οὐ καλὰ συνοισόμεθα πτόλεμόνδε Il. 8.400.
[συμ-, συν- 2.]
1 pl. fut. mid. συνοισόμεθα Il. 8.400.
In mid., to come together (in fight) : συμφερόμεσθα μάχῃ (joined battle) Il. 11.736.
Sim. : οὐ καλὰ συνοισόμεθα πτόλεμόνδε Il. 8.400.