Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συλεύω
συλλέγω
συμβάλλω
συμμάρπτω
συμμητιάω
συμμίσγω
σύμπας
συμπήγνυμι
συμπλαταγέω
συμφερτός
συμφέρω
συμφράδμων
συμφράζομαι
σύν
συναγείρω
συνάγνυμι
συνάγω
συναείρω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναντάω
View word page
συμφέρω

[συμ-, συν- 2.]

1 pl. fut. mid. συνοισόμεθα Il. 8.400.

In mid., to come together (in fight) : συμφερόμεσθα μάχῃ (joined battle) Il. 11.736.

Sim. : οὐ καλὰ συνοισόμεθα πτόλεμόνδε Il. 8.400.

ShortDef

to bring together; impers. to benefit

Debugging

Headword:
συμφέρω
Headword (normalized):
συμφέρω
Headword (normalized/stripped):
συμφερω
IDX:
8615
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8616
Key:

Data

{'content': '<p>[συμ-, συν- 2.]</p> <p>1 pl. fut. mid. συνοισόμεθα Il. 8.400.</p> <p>In mid., to come together (in fight) : συμφερόμεσθα μάχῃ (joined battle) Il. 11.736.</p> <p>Sim. : οὐ καλὰ συνοισόμεθα πτόλεμόνδε Il. 8.400.</p>'}