Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

σῦκον
συλάω
συλεύω
συλλέγω
συμβάλλω
συμμάρπτω
συμμητιάω
συμμίσγω
σύμπας
συμπήγνυμι
συμπλαταγέω
συμφερτός
συμφέρω
συμφράδμων
συμφράζομαι
σύν
συναγείρω
συνάγνυμι
συνάγω
συναείρω
συναίνυμαι
View word page
συμπλαταγέω

[συμ-, συν- 2 + πλαταγέω, to make a sharp sound.]

To make a sharp sound (with the palms of the hands) : χερσὶ συμπλατάγησεν (clapped his hands) Il. 23.102.

ShortDef

to sound by striking together

Debugging

Headword:
συμπλαταγέω
Headword (normalized):
συμπλαταγέω
Headword (normalized/stripped):
συμπλαταγεω
IDX:
8613
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8614
Key:

Data

{'content': '<p>[συμ-, συν- 2 + πλαταγέω, to make a sharp sound.]</p> <p>To make a sharp sound (with the palms of the hands) : χερσὶ συμπλατάγησεν (clapped his hands) Il. 23.102.</p>'}