Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συκέη
σῦκον
συλάω
συλεύω
συλλέγω
συμβάλλω
συμμάρπτω
συμμητιάω
συμμίσγω
σύμπας
συμπήγνυμι
συμπλαταγέω
συμφερτός
συμφέρω
συμφράδμων
συμφράζομαι
σύν
συναγείρω
συνάγνυμι
συνάγω
συναείρω
View word page
συμπήγνυμι

[συμ-, συν- 3.]

3 sing. aor. συνέπηξε.

ShortDef

to put together, construct, frame

Debugging

Headword:
συμπήγνυμι
Headword (normalized):
συμπήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συμπηγνυμι
IDX:
8612
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8613
Key:

Data

{'content': '<p>[συμ-, συν- 3.]</p> <p>3 sing. aor. συνέπηξε.</p>'}