Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συγκύρω
συγχέω
συκέη
σῦκον
συλάω
συλεύω
συλλέγω
συμβάλλω
συμμάρπτω
συμμητιάω
συμμίσγω
σύμπας
συμπήγνυμι
συμπλαταγέω
συμφερτός
συμφέρω
συμφράδμων
συμφράζομαι
σύν
συναγείρω
συνάγνυμι
View word page
συμμίσγω

[συμ-, συν- 2.]

In pass., to be mingled with, mingle with.

With dat. : οὐδὲ τιταρησσὸς πηνειῷ συμμίσγεται Il. 2.753.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμίσγω
Headword (normalized):
συμμίσγω
Headword (normalized/stripped):
συμμισγω
IDX:
8610
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8611
Key:

Data

{'content': '<p>[συμ-, συν- 2.]</p> <p>In pass., to be mingled with, mingle with.</p> <p>With dat. : οὐδὲ τιταρησσὸς πηνειῷ συμμίσγεται Il. 2.753.</p>'}