συμμίσγω
[συμ-, συν- 2.]
In pass., to be mingled with, mingle with.
With dat. : οὐδὲ τιταρησσὸς πηνειῷ συμμίσγεται Il. 2.753.
[συμ-, συν- 2.]
In pass., to be mingled with, mingle with.
With dat. : οὐδὲ τιταρησσὸς πηνειῷ συμμίσγεται Il. 2.753.