Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

συγκαλέω
συγκλονέω
συγκύρω
συγχέω
συκέη
σῦκον
συλάω
συλεύω
συλλέγω
συμβάλλω
συμμάρπτω
συμμητιάω
συμμίσγω
σύμπας
συμπήγνυμι
συμπλαταγέω
συμφερτός
συμφέρω
συμφράδμων
συμφράζομαι
σύν
View word page
συμμάρπτω

[συμ-, συν- 3.]

Aor. pple. συμμάρψας.

ShortDef

to seize

Debugging

Headword:
συμμάρπτω
Headword (normalized):
συμμάρπτω
Headword (normalized/stripped):
συμμαρπτω
IDX:
8608
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8609
Key:

Data

{'content': '<p>[συμ-, συν- 3.]</p> <p>Aor. pple. συμμάρψας.</p>'}