Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στυγέω
στυφελίζω
σύ
συβόσιον
συβώτης
συγκαλέω
συγκλονέω
συγκύρω
συγχέω
συκέη
σῦκον
συλάω
συλεύω
συλλέγω
συμβάλλω
συμμάρπτω
συμμητιάω
συμμίσγω
σύμπας
συμπήγνυμι
συμπλαταγέω
View word page
σῦκον

-ου, τό.

ShortDef

fig

Debugging

Headword:
σῦκον
Headword (normalized):
σῦκον
Headword (normalized/stripped):
συκον
IDX:
8603
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8604
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, τό.</p>'}