Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
στυγερῶς
στυγέω
στυφελίζω
σύ
συβόσιον
συβώτης
συγκαλέω
συγκλονέω
συγκύρω
συγχέω
συκέη
σῦκον
συλάω
συλεύω
συλλέγω
συμβάλλω
συμμάρπτω
συμμητιάω
συμμίσγω
σύμπας
συμπήγνυμι
View word page
συκέη
-ης, ἡ
[σῦκον.]
ShortDef
fig-tree
Debugging
Headword:
συκέη
Headword (normalized):
συκέη
Headword (normalized/stripped):
συκεη
IDX:
8602
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8603
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[σῦκον.]</p>'}