Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στυγερός
στυγερῶς
στυγέω
στυφελίζω
σύ
συβόσιον
συβώτης
συγκαλέω
συγκλονέω
συγκύρω
συγχέω
συκέη
σῦκον
συλάω
συλεύω
συλλέγω
συμβάλλω
συμμάρπτω
συμμητιάω
συμμίσγω
σύμπας
View word page
συγχέω

[συγ-, συν- 3. To pour together, to confound (cf. χέω 9).]

2 sing. aor. σύγχεας Il. 15.366.

3 sing. συνέχευε Il. 15.364, 473.

Infin. συγχεῦαι Od. 8.139.

3 sing. aor. pass. σύγχυτο Il. 16.471.

ShortDef

to pour together, commingle, confound

Debugging

Headword:
συγχέω
Headword (normalized):
συγχέω
Headword (normalized/stripped):
συγχεω
IDX:
8601
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8602
Key:

Data

{'content': '<p>[συγ-, συν- 3. To pour together, to confound (cf. χέω 9).]</p> <p>2 sing. aor. σύγχεας Il. 15.366.</p> <p>3 sing. συνέχευε Il. 15.364, 473.</p> <p>Infin. συγχεῦαι Od. 8.139.</p> <p>3 sing. aor. pass. σύγχυτο Il. 16.471.</p>'}