Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στρωφάω
στυγερός
στυγερῶς
στυγέω
στυφελίζω
σύ
συβόσιον
συβώτης
συγκαλέω
συγκλονέω
συγκύρω
συγχέω
συκέη
σῦκον
συλάω
συλεύω
συλλέγω
συμβάλλω
συμμάρπτω
συμμητιάω
συμμίσγω
View word page
συγκύρω

[συγ-, συν- 2.]

3 pl. aor. opt. συγκύρσειαν.

ShortDef

appertain

Debugging

Headword:
συγκύρω
Headword (normalized):
συγκύρω
Headword (normalized/stripped):
συγκυρω
IDX:
8600
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8601
Key:

Data

{'content': '<p>[συγ-, συν- 2.]</p> <p>3 pl. aor. opt. συγκύρσειαν.</p>'}