Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στρόφος
στρωφάω
στυγερός
στυγερῶς
στυγέω
στυφελίζω
σύ
συβόσιον
συβώτης
συγκαλέω
συγκλονέω
συγκύρω
συγχέω
συκέη
σῦκον
συλάω
συλεύω
συλλέγω
συμβάλλω
συμμάρπτω
συμμητιάω
View word page
συγκλονέω

[συγ-, συν- 4.]

To throw into confusion or disorder : συνεκλόνεον ὀϊστοί Il. 13.722.

ShortDef

to dash together, confound utterly

Debugging

Headword:
συγκλονέω
Headword (normalized):
συγκλονέω
Headword (normalized/stripped):
συγκλονεω
IDX:
8599
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8600
Key:

Data

{'content': '<p>[συγ-, συν- 4.]</p> <p>To throw into confusion or disorder : συνεκλόνεον ὀϊστοί Il. 13.722.</p>'}