Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στροφαλίζω
στρόφος
στρωφάω
στυγερός
στυγερῶς
στυγέω
στυφελίζω
σύ
συβόσιον
συβώτης
συγκαλέω
συγκλονέω
συγκύρω
συγχέω
συκέη
σῦκον
συλάω
συλεύω
συλλέγω
συμβάλλω
συμμάρπτω
View word page
συγκαλέω

[συγ-, συν- 3.]

Aor. pple. συγκαλέσας.

ShortDef

to call to council, convoke, convene

Debugging

Headword:
συγκαλέω
Headword (normalized):
συγκαλέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαλεω
IDX:
8598
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8599
Key:

Data

{'content': '<p>[συγ-, συν- 3.]</p> <p>Aor. pple. συγκαλέσας.</p>'}