συγκαλέω
[συγ-, συν- 3.]
Aor. pple. συγκαλέσας.
ShortDef
to call to council, convoke, convene
Debugging
Headword (normalized):
συγκαλέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαλεω
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8599
Data
{'content': '<p>[συγ-, συν- 3.]</p> <p>Aor. pple. συγκαλέσας.</p>'}