Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στρέφω
στρόμβος
στρουθός
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στρόφος
στρωφάω
στυγερός
στυγερῶς
στυγέω
στυφελίζω
σύ
συβόσιον
συβώτης
συγκαλέω
συγκλονέω
συγκύρω
συγχέω
συκέη
σῦκον
συλάω
View word page
στυφελίζω

3 sing. aor. (ἐστυφέλιξε Il. 5.437, Il. 6.261, Il. 12.405, Il. 21.512, Il. 22.496 : Od. 17.234.

3 pl. ἐστυφέλιξαν Il. 16.774.

3 sing. subj. στυφελίξῃ Il. 11.305.

Infin. στυφελίξαι Il. 1.581.

(ἀπο-)

ShortDef

to strike hard, smite

Debugging

Headword:
στυφελίζω
Headword (normalized):
στυφελίζω
Headword (normalized/stripped):
στυφελιζω
IDX:
8594
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8595
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. (ἐστυφέλιξε Il. 5.437, Il. 6.261, Il. 12.405, Il. 21.512, Il. 22.496 : Od. 17.234.</p> <p>3 pl. ἐστυφέλιξαν Il. 16.774.</p> <p>3 sing. subj. στυφελίξῃ Il. 11.305.</p> <p>Infin. στυφελίξαι Il. 1.581.</p> <p>(ἀπο-)</p>'}