Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

στρεφεδινέω
στρέφω
στρόμβος
στρουθός
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στρόφος
στρωφάω
στυγερός
στυγερῶς
στυγέω
στυφελίζω
σύ
συβόσιον
συβώτης
συγκαλέω
συγκλονέω
συγκύρω
συγχέω
συκέη
σῦκον
View word page
στυγέω

Aor. opt. στύξαιμι Od. 11.502.

3 pl. aor. ἔστυγον Od. 10.113.

(κατα-)

ShortDef

to hate, abominate, abhor

Debugging

Headword:
στυγέω
Headword (normalized):
στυγέω
Headword (normalized/stripped):
στυγεω
IDX:
8593
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8594
Key:

Data

{'content': '<p>Aor. opt. στύξαιμι Od. 11.502.</p> <p>3 pl. aor. ἔστυγον Od. 10.113.</p> <p>(κατα-)</p>'}